κεστρεύς

κεστρεύς
κεστρεύς
mullet
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… …   Dictionary of Greek

  • κεστρεῖς — κεστρεύς mullet masc acc pl κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῖ — κεστρεύς mullet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσι — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρεῦσιν — κεστρεύς mullet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆα — κεστρεύς mullet masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρῆι — κεστρεύς mullet masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέες — κεστρεύς mullet masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστρέος — κεστρεύς mullet masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”